ενησθημένος

ενησθημένος
ἐνησθημένος, -η, -ον (Μ)
ντυμένος, περιβεβλημένος («ἐνησθημένοι στολάς λαμπράς,» Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *εν-έσθω < εν + εσθώ (-έω) «ενδύω», το οποίο απαντά στη μτχ. τού μέσου παρακμ. εσθημένος ή ησθημένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”